- ἐπισκοπικῶν
- ἐπισκοπικόςepiscopalfem gen plἐπισκοπικόςepiscopalmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
τακτικός — ή, ό / τακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταχτικός, ή, ό, Ν [τάσσω] νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει κατά ορισμένο τρόπο ή σε ορισμένο χρόνο, σε αντιδιαστολή με τον έκτακτο (α. «κάθε απόγευμα κάνει τον τακτικό του περίπατο» β. «τακτική συνέλευση» γ.… … Dictionary of Greek
χαρτοφύλακας — Εκκλησιαστικό αξίωμα το οποίο δίνεται σε πρεσβυτέρους και διακόνους. Ο χ. εξαιτίας των πολλών καθηκόντων που αναλαμβάνει αποκλήθηκε στόμα και δεξιά του επισκόπου χειρ. Τα καθήκοντά του ως γραματέα του επισκόπου είναι: να συντάσσει τα πρωτότυπα… … Dictionary of Greek
Αλεξούδης, Άνθιμος — (1824 – 1909). Κληρικός και λόγιος. Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στη Μάδυτο. Το 1848 πήγε στην Κωνσταντινούπολη και μαθήτευσε για λίγο στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Αργότερα, έγινε γραμματέας του επισκόπου Εφέσου Άνθιμου. Το 1855 χειροτονήθηκε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek